sheridanite
Look at other dictionaries:
sheridanite — sher·i·dan·ite … English syllables
σεριδανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου, με υφή ανάλογη προς την υφή τού τάλκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sheridanite < Sheridan, περιοχή τής πολιτείας Γουαϊόμινγκ τής Αμερικής] … Dictionary of Greek